Αρχή το 1870
τον μεγάλο όμιλο με δραστηριότητες σε έργα όπως η διάνοιξη του Ισθμού της Κορίνθου, που ιστορικοί έχουν αποκαλέσει «το άνθος του ελληνικού καπιταλισμού της τρικουπικής περιόδου».
Μηχανικός και διευθύνων σύμβουλος αναλαμβάνει ο μεταλλειολόγος Φωκίων Νέγρης, μετέπειτα υπουργός Εσωτερικών, Οικονομικών και Συγκοινωνιών και πρώτος πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών.
Το 1893 η εταιρεία παράγει 13.000 τόνους λευκολίθου που εξάγει σε λιμάνια της Ευρώπης και της Αμερικής, όπου ο όμιλος διατηρούσε αποθηκευτικούς χώρους.
Ομως η παραγωγή ήταν μικρότερη από τις αρχικές προβλέψεις και οι προσδοκίες των μετόχων για γρήγορα κέρδη διαψεύστηκαν, αφού μόνον για τις εγκαταστάσεις είχαν επενδυθεί πάνω από 1,2 εκατ. δρχ.
Η εταιρεία περιορίζει τις δαπάνες της, αργότερα συγχωνεύεται με άλλη. Tην περίοδο 1911-1913 αποκτά την πρώτη καθετοποιημένη βιομηχανική μονάδα, ικανή να παράγει καλής ποιότητας τυποποιημένα πυρότουβλα και τον πρώτο περιστροφικό κλίβανο με κάρβουνο για την παραγωγή δίπυρης μαγνησίας, ένα υλικό με το οποίο η Ελλάδα εφοδίαζε τους συμμάχους της κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, αφού είχε διακοπεί η προμήθεια από την Αυστρία, τη μεγαλύτερη παραγωγό χώρα μέχρι τότε.
Η «Α.Ε. Επιχειρήσεων εν Ελλάδι», όπως από το 1913 ονομάζεται η καθετοποιημένη εταιρεία που ασχολείται με τα μεταλλευτικά, θα υποστεί ένα γερο πλήγμα από το οικονομικό κραχ του 1929 και λίγα χρόνια μετά θα περιορίσει κατά πολύ τη δραστηριότητά της.
Ενας νέος τότε επιχειρηματίες, ο Μιχάλης Σκαλιστήρης, που ασχολείται με τα κοιτάσματα βωξίτη στην Ελευσίνα και τα λιγνιτωρυχεία στην Κύμη, θα αρχίσει σιγα σιγά να αγοράζει μετοχές της «Α.Ε. Επιχειρήσεων». Το 1947 εξασφαλίζει την πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου και χρηματοδότηση από το σχέδιο Marshall. Το δάνειο είναι τριγωνικό αφού αρχικά χορηγήθηκε σε γερμανικό οίκο, ο οποίος ενίσχυσε οικονομικά την ελληνική εταιρεία.
'Ετσι γεννήθηκε το συγκρότημα Σκαλιστήρη.
Το χρυσό «τούβλο»
Η ευνοϊκή οικονομική συγκυρία που ακολουθεί επιτρέπει την ανάπτυξη της «ΑΕ Επιχειρήσεων Εν Ελλάδι». Το 1963 που ανακατασκευάζει την παλαιά κάμινο που διέθετε από το 1913, αξιοποιεί γερμανική και αμερικανική τεχνογνωσία, ολοκληρώνει την καθετοποίηση των πυρίμαχων προϊόντων.
Η καταξίωση στη διεθνή αγορά έρχεται με έναν νέο τύπο δίπυρης μαγνησίας, κατοχυρωμένης διεθνώς με την ονομασία «ΜAGFLOT», εξαιρετικής ποιότητας και αντοχής που ανέπτυξε το επιστημονικό προσωπικό της εταιρείας σε συνεργασία με κορυφαίους μεταλλειολόγους.
Το προϊόν έγινε ανάρπαστο στην παγκόσμια αγορά, οδηγώντας στην ταχεία ανάπτυξη της εταιρείας. Το 1972 μετονομάζεται σε «Α.Ε. Επιχειρήσεων Μεταλλευτικών Βιομηχανικών και Ναυτιλιακών» ή FIMISCO.
Eνα χρόνο μετά εγκαινιάζει το εργοστάσιο παραγωγής πυρότουβλων, με ικανότητα παραγωγής 125.000 τόνων. Είναι στα εγκαίνια αυτού του εργοστασίου, το 1973 επί χούντας, που ο Σκαλιστήρης θα χαρίσει ένα χρυσό τούβλο στη Δέσποινα Παπαδοπούλου, τη σύζυγο του δικτάτορα, προκαλώντας αντιδράσεις.
Στο απώγειό του, το τεράστιο μεταλλείο στο Μαντούδι απασχολεί 5.000 εργαζόμενους, το «MAGFLOT» και τα πυρίμαχα τούβλα φημίζονται στη παγκόσμια αγορά και κερδίζουν πρώτα διεθνή βραβεία για την ποιότητά τους.
Τα προβλήματα όμως έχουν ήδη αρχίσει
. Τα κοιτάσματα προοδευτικά έχουν γίνει πιο φτωχά, αδυνατώντας να συντηρήσουν το μεγάλο μέγεθος της εταιρείας, ενώ η ανάπτυξη νέων, υπόγειων εκμεταλλεύσεων, που ίσως να ήταν σωτήρια, παραμένει ταμπού, αφού δεν υπήρχε η εμπειρία στις υπόγειες εξορύξεις.
Ο δανεισμός είναι υψηλός, η εταιρεία χάνει αγορές και το 1983 η Fimisco, με χρέη που προσέγγιζαν τα 11,5 δρχ. «κοινωνικοποιείται» και περνά στον ΟΑΕ, τον περίφημο Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επχειρήσεων, που είχε ιδρύσει η πρώτη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου.
Το 1991 η εταιρεία οδηγείται σε εκκαθάριση με χρέη κοντά στα 60 δισ. δρχ.
Kαι οι τελευταίοι εργαζόμενοι θα απολυθούν.
Τα εγκαταλελειμμένα μεταλλεία και εργοστάσια στη Βόρεια Εύβοια μετά από διάφορες περιπέτειες θα πωληθούν το 1996 έναντι 2,5 δισ. δρχ από τους εκκαθαριστές στη «Viomagn», κοινοπραξία του ομίλου Βαρβούτη, της Βιολίν, της Αlpha Ventures και της Τράπεζα Πίστεως (μετέπειτα Alpha Bank). Tρία χρόνια αργότερα όμως , τον Δεκέμβριο του 1999 η ΒΙΟΜΑΓΝ κάνει αίτηση διακοπής των εργασιών.
Πριν από έξι χρόνια η κατασκευαστική ΤΕΡΝΑ αγοράζει τη ΒΙΟΜΑΓΝ. Θα ξεκινήσει ένα επενδυτικό πρόγραμμα ύψους 100 εκατ. ευρώ για την αναβίωση της εξορυκτικής δραστηριότητας στο Μαντούδι.
Στόχος σε πρώτη φάση είναι η παραγωγή 170.000 τόνων λευκολίθου ετησίως και σε τρία χρόνια οι 450.000 τόνοι, με προσανατολισμό αμιγώς εξαγωγικό.
Μία νέα εποχή ανοίγει για την εταιρεία.
Μανταλένα Πίου
Πολυ ενδιαφερον αρθρο !
ΑπάντησηΔιαγραφήΠου θα μπορουσα να μαθω περισσοτερα ?
Αντώνη γίνεται προσπάθΕια σιγα-σιγα να μαζέψουμε ολα τα κομματια της ιστορίας του τόπου μας .
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπομονή !
Α.Λ.