Συνεχίζουμε να εμπλουτίζουμε το αρχείο των κ. Ιωάννη και Καλομοίρας Μαρινίτση, με λέξεις από τη ντοπιολαλιά του τόπου μας
Ομηρικές λέξεις και εκφράσεις που τις λέμε και σήμερα
Αγγειό = Αγγείο. Ομηρική λέξη «άγγος». Ιλιάδα Β, 471 και Οδύσσεια 286 α β,
Αγκούσα (η) = Μεγάλο άγχος (παραφθορά του τύπου ογκούσα, μετοχής του ρήματος ογκούμαι (συσσωρεύομαι, εξογκώνομαι.)
Απιθώνω=αφήνω κάτω. >αποθέτω.
Γούπατο= Από συμφυρμό των ομηρικών λέξεων «γη» και «πάτος» (Ιλιάδα Ζ, 202, Ι, 1190).
Δοκήθηκα (το δοκήθηκα)=το αντιλήφθηκα, το κατάλαβα, το ένιωσα. > δοκέω-ῶ=μου φαίνεται, θεωρώ, πιστεύω, νομίζω.
Ζεύλα και ζεύγλα= το καμπύλο μέρος του ζυγού μέσα από το οποίο περνά ο λαιμός του ζώου. > ζεύγνυμι= βάζω κάτω από το ζυγό.
Θημωνιά = θημωνιά. Ομηρική λέξη «θημών – ωνος». Οδύσσεια ε, 368
Κοσσιά= κοσσιά, κλαδευτήρι χόρτων. >«κόσσω»=κόβω.
Λανάρι=Ξύλινο εργαλείο για το ξάσιμο το μαλλιού. Ομηρική λέξη «λήνος»=μαλλί
Λιμασμένος=κατεχόμενος από άγρια πείνα. > λιμός=πείνα.
Μολόημα=περιστατικό που αξίζει να διηγηθεί. > ομολογέω-ώ.
Μαστάρι=Εξέλιξη της αρχαίας λέξης μαστός.
Νήλα και νίλα= συμφορά, ταλαιπωρία. Από την ομηρική λέξη «νηλής –ές» (Ιλιάδα, 632, Λ, 484, Π, 233) =ανηλεής, σκληρός.
Ξυθάλι = μασιά για τα κάρβουνα. Από τις ομηρικές λέξεις «ξέω» =ξύνω και «αιθάλη» =στάχτη, καπνιά.
Παραγκώμι=παρατσούκλι. (παρά και την αρχαία λέξη εγκώμιον).
Πάφλας= τενεκές. >«παφλάζω» =κάνω κρότο.
Ποδένομαι=φοράω τα παπούτσια μου, >υπόδημα.
Ποριά= ξύλινη, αυτοσχέδια πόρτα. >πόρος=πέρασμα, άνοιγμα.
Πυρομάδα= πυρωμένη στα κάρβουνα ή στο τζάκι φέτα ψωμιού. Από τις ομηρικές λέξεις «πυρ» και «ωμός»= άψητος (Χ, 347 και μ, 396).
Πυροστιά = πυροστιά, τρίποδο ή τετράποδο σιδερένιο εξάρτημα-βοήθημα, που μπαίνει στη φωτιά. Από τις ομηρικές λέξεις «πυρ- ός» και «ιστίη»=εστία.
Ρούγα = ρούγα, δρόμος πόλης. Ομηρική λέξη «ρωξ – ρωγός», στενωπός. Οδύσσεια χ, 143.
Ρούσα= ξανθή. Από τη λέξη «ρύσσιος», «ρούσιος» =κοκκινωπός, ξανθοκόκκινος.
Στέρφο = άγονο (από την ομηρική λέξη «στείρη»)
Στουρνάρι = στουρνάρι, αχμηρό σκληρό πέτρωμα. > «στόρνυμι» ή «στορέννυμι» (=εξομαλύνω).
Στρέω=συμφωνώ, αποδέχομαι κάτι που με συμφέρει. > στέργω.
Τάλαρος = μεγάλος ξύλινος κάδος, ξύλινο δοχείο για κρασί. Από την ομηρική λέξη «τάλαρος», Ιλιάδα, 568, Οδύσσεια ι, 247.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια οσο το δυνατόν φιλτράρονται ως προς το ύφος και το ήθος τους.
Kάθε υβριστικό ,προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο θα διαγράφεται .
Εγκρίνονται μόνο τα μηνύματα στα οποία εκφράζονται υγιείς απόψεις.
Ο κάθε σχολιαστής υπογράφει ηλεκτρονικά το σχόλιο του και είναι υπεύθυνος έναντι των νόμων.
Το ΜΑΝΤΟΥΔΙ NEWS δεν ενστερνίζεται και δεν φέρει καμία ευθύνη για όσα γράφουν οι αναγνώστες στα σχόλια τους.