« Τα παραμύθια της Λίμνης »
« Τα παραμύθια της Λίμνης » που έγραψε ο « Ελύμνιος », δεν είναι παρά ένα ποίημα ριγηλής νοσταλγίας. Ένα ποίημα που το εμπνεύστηκε και το συνέθεσε ένας ποιητής εντελώς μόνος στο δάσος της λήθης – ρεπόρτερ αυτός της χθαμαλής, επαρχιακής μας « αιωνιότητας ».
Και μας θύμισε πολλά αυτό το περιπαθές ελύμνιο « παραμύθι », μας έφερε στα δίσεχτα και πικρά και πετρωμένα παιδικά μας χρόνια, με τόση ενάργεια και αισθαντικότητα. Τότες, που σε όμοιες νύχτες ομίχλης, μ΄αυτές που περι-γράφει απαραμύθητα – απαρηγόρητα, θα ΄λεγα ο « Ελύμνιος », καρτερούσαμε πότε θα βγεί ο χρυσός ήλιος της Ελπίδας, για να εξαντλήσει όλο το σκοτάδι, για ν΄αρχίσει...ο μεγάλος λυτρωμός...». ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΣΤΑΜΟΣ.
Τα πιο πάνω αναγραφόμενα ανήκουν σ΄ένα μεγάλο νεοέλληνα λογοτέχνη – τον Αγιαννιώτη Γιώργο Παπαστάμο, που ακριβώς ( πριν μια γενιά τώρα ), έγραψε εντυπωσιασμένος για « Τα παραμύθια της Λίμνης »...που δεν είναι καν παραμύθια, παρά λαογραφική - λογοτεχνική απεικόνιση της Λιμνιώτικης ιστορίας...μιας σειράς διαχρονικών γεγονότων και παραπληρωματικών βιωμάτων της...Η πρώτη καταγραφή ήρθε στο φως της δημοσιότητας μέσα από την εν Μαντουδίω τότε ( του τοπικού Πολιτιστικού Συλλόγου ) εκδιδομένη εφημερίδα « ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ » ( να μην παραλείψω το δίδυμο του ιδρυτικού και εκδοτικού πυρήνα της, Αντώνη Λάμπρου - Παντελή Αγγέλου ) με στόχους πολιτιστικά συνενωτικούς ( αλλά και πολιτικά πρώϊμα διορατικούς ), αφού η εξέλιξη των αυτοδιοικητικών πραγμάτων της Επικράτειας έφερε την προοιωνιζόμενη συνένωση των Νομαρχιών σε Περιφέρειες και την συγχώνευση Κοινοτήτων και Δήμων, σε « Καλλικράτειους » Δήμους – ων είμαστε σήμερα συνδημότες. ( Αξίζει να τονίσω, πως μέσα από την πρωτοπόρα εκείνη πολιτιστική - « Παρεμβασιακή » κίνηση, ξεκίνησε και ο γράφων την συγγραφική του καριέρα, εν μέσω « τρανταχτών » ονομάτων – Παπαστάμος, Ρικάκης και αξιόλογων άλλων τότε - εν πένα - συναδέλφων δημιουργών ). « Τα παραμύθια της Λίμνης » ήταν το πρωτολειακό δημοσίευμα του γράφοντος στη μόνιμη καθιερωθείσα σελίδα της εφημερίδας ως « Ιστορία-Λαογραφία-Παράδοση », μιας σειράς έξη εν συνεχεία ετών (1989-1994) - ανακοινώσεων, ερευνών και καταγραφών ιστοριοδιφικών και λαογραφικών κειμένων αφορώντων την ευρύτερη περιοχή μας, που σήμερα γεωγραφικά καλύπτει ο Δήμος Μαντουδίου-Λίμνης-Αγίας Άννας. της βορειο-κεντρικής Εύβοιας.
« Τα παραμύθια...» -Τριαντάχρονο οδοιπορικό
« Τα παραμύθια της Λίμνης » στην μιας γενιάς τώρα πορεία τους – κοινοποιήθηκαν, αντιγράφηκαν, διαδόθηκαν πολλαπλώς, προλογήσαν πονήματα, γίναν θεματικές εργασίες μαθητών, φοιτητών – αλλά και πυρήνας λαογραφικών πληροφοριών συναφών πτυχιακών και μεταπτυχιακών εργασιών. Έτσι, από μια και μόνον οπτική, θα υποστήριζα πως ο γράφων είναι ικανοποιημένος, τόσο από την ωφελιμιστική-χρηστική διάδοση του κειμένου, όσο κι΄από την γενικότερη λαϊκή του αποδοχή, που ( τότε ) αποτέλεσε θεματική έκπληξη μέσα σε μια περίοδο που ακολούθησε τα πενηντάχρονα του « Ελυμνίου » του ιστορικού Νίκου Μπελλάρα, που η « Λιμνιώτικη Φωνή » με πυρήνα τον Γιώργο τον Τσούτσικα έκανε ό,τι μπορούσε πάνω στο πολιτιστικό δημοσιογράφημα, που το « Πνευματικό Κέντρο του Δήμου » και ο νεολαιίστικος « ΠΟΣΥΝΕΛ » καλλιεργούσαν το « πολιτιστικό γίγνεσθαι » και που ο καπτα-Παναγιώτης ο Μπενετής συντηρούσε κομμάτια της Λιμνιώτικης Ναυτολαογραφίας. Τα « Παραμύθια » της Λίμνης λοιπόν ( ας πω για τα επετειακά...τριαντάχρονα ) επαναλαμβάνονται σήμερα – γνωστοποιούμενα στις νέες ηλεκτρονικές γενιές – ευαισθητοποιώντας τις δικές μας ( γονιών και παππούδων ) σημερινές...κι΄αφιερωμένα στις γενιές των κεκοιμημένων προγόνων μας της « κρυστάλλινης λησμονιάς », που αναπαύονται... « παρά δήμων ονείρων » του ποιητή... ( Οι παραπομπές που σημειώνονται πρώτη φορά, αφορούν επεξηγηματικά στοιχεία, σχολιασμούς γεγονότων και ιστοριογνωστικές πληροφορίες για την πληρέστερη εμπέδωση του κειμένου ).
Ήταν εκείνα τα πρώτα μετακατοχικά χρόνια, αναιμικά, « χλωμά κι΄αδύναμα μέσα στη γάζα ». Η Ελλάδα κάπνιζε ακόμα απ΄τον εμφύλιο κι΄οι χωροφυλάκοι τα βράδια κάναν περίπολο, κυνηγώντας τη σκιά κανενός ξεχασμένου αντάρτη...Όμως οι πόλεμοι και οι περιπέτειες είχαν τελειώσει, πού και που ακουγόταν ανάρια καμιά πιστολιά, ( ή ακούγονταν πυροβολισμοί της γυμναζόμενης τότε Εθνοφυλακής των ΤΕΑ )... κι΄ο καπνός απ΄τα ανταρτοβούνια μας είχε σχεδόν διαλύσει. Η βοήθεια έφθανε απ΄τη Δύση μεταφρασμένη σε δέματα ρούχα, κίτρινο κονσερβαρισμένο τυρί, γάλα σκόνη και συσσίτια, Στα καλαμοπόδαρα των παιδιών άρχιζαν να τσιτώνουν οι γάμπες και τα μάγουλα φιάχναν τις πρώτες κοκκινάδες. Το παιχνίδι μας γινόταν στις αλάνες της γειτονιάς , μυρωδισμένο από λυγαριά-καναπίτσα και πικροδάφνη, ή στο έρημο πια φυλάκιο της κοντινής « Ραχίτσας », παίζοντας κάστρα και πολιορκητές...εκεί που λίγο πριν παιζόταν καθημερινά τ΄αδερφοφάγο παιχνίδι του θανάτου...Καμπόσες φορές βρίσκαμε κάλυκες, σφαίρες, οβίδες...και καταγινόμασταν σαν πυροτεχνουργοί να βγάλουμε τα καψούλια τους για Πασχαλιάτικες τρακατρούκες! Τα βράδια μας ήταν κλειστά, μελαγχολικά, μισόθαμπα, καθώς τα πορτοπαράθυρα ήταν ντυμένα με σκούρες μπλε κόλλες ( απ΄αυτές που ντύναμε τότε τα μαθητικά μας τετράδια ) για να μη βγαίνει ούτε το λιγοστό φως της πετρελαίικης λάμπας, γιατί θα χτυπούσε λέει συναγερμός, ή θα περνούσε η αεροπορία. Κι΄η ζεστασιά μας γινότανε πάντα από το κόκκινο της γωνιάς μας αναμμένο τζάκι. Έτσι, καθώς τα κέντρα, ο κινηματογράφος, η τηλεόραση ήταν ανύπαρκτα τότε, η μόνη παρηγοριά μας και διασκέδαση ήταν το βραδινό αντάμωμα της οικογένειας με άλλη γειτονική - συνήθως συγγενική - για να περάσουμε δύο, τρείς ώρες ευχάριστα με το παρλάρισμα και με κανένα μικροτσιμπούσι. Επίκεντρο της ομήγυρης ήταν το τζάκι, που η σταχτωμένη γιαγιά κρατούσε τη φλόγα του ακοίμητη με την μάσα και το φυσοκάλαμο. Γιαγιάδες, απόγονοι ναυάρχων του ΄21 (1), γονείς και μπαρμπάδες, απόγονοι κλεφταρματωλών και προκρίτων (2), με εμπειρίες δύο πολέμων στις πλάτες τους, γυναίκες και θειάδες, πουριτανές, παιδομάνες, θεοσεβούμενες...(3). Εμείς παιδιά, ξαπεταρούδια κι΄ελπίδες του αύριο, καθόμασταν κουκουβισμένα στα γόνατα της γιαγιάς, ή στην ποδιά της μάνας κι΄είχαμε μόνο μάτια που κοίταγαν τη φωτιά και το μέλλον, κι΄είχαμε μόνο αυτιά που ακούγαν το παρελθόν!..
« Δωσ΄του κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν΄αρχινήσει...»
Και το « παραμύθι » άρχιζε...Λέγανε τα πρόσφατα του ανταρτοπόλεμου, κρυφομιλούσαν για φυλακές, εξορίες και σταυρωμένους (4). Λέγανε για τους Ιταλούς, τους Γερμανούς, τους Αυστριακούς και τους Λευκορώσους, τους Αυστραλούς και τους Άγγλους, για όλες τις λατσώνες που περάσαν από τούτο τον τόπο...Ακούγαμε παραμύθια, παραμύθια ατέλειωτα, που φορές κρατούσανε βράδια συνέχεια (5). Λέγανε για νεράϊδες και ξωτικά, για βρυκολάκους και δαίμονες, για πνεύματα, για θαύματα, για συναξάρια αγίων (6)... Εικόνες θαυματουργούσες που τρίζανε κι΄ο αη-Γιώργης που στ΄άσπρο φαρί του έβγαινε καβαλάρης τρανός και τα βράδια περιπολούσε (7). Οπτασίες αγίων που μοσχολιβάνιζαν σε κρυφές κι΄απόμερες ρεματιές, αγριοσυκιές ( τα δέντρα του Ιούδα αυτές ) που δαιμόνια απάνω τους πετροβολούσαν ανύποπτους και περαστικούς διαβάτες. Ή λέγαν ακόμα για το « στοιχειό » της αγια-Κυριακής, το μεγάλο δρακόφιδο με τα κέρατα στο κεφάλι, που κατέβαινε μέχρι τη θάλασσα κι΄από ΄κει κολυμπώντας περνούσε ως την πέρα πάντα (8)...Ακούγαμε για τους λήσταρχους που χρόνια αλλοτινά τρομοκρατούσαν τον κόσμο. Τον Κατσίκα, τον Νταβέλη, τον Μαυρόγιαννη, τους Αρβανιτάκηδες, τον Χατζή, τον Λεμπέση... πρόσωπα άγρια, χοντροπετσωμένα, βουνίσια (9)... Ακούγαμε για την Επανάσταση και τους Τούρκους, για το « σαράϊ » του ντόπιου Αγά πάνω απ΄το βράχο της εκκλησίας (10), για την εξορία του Αγγελή Γωβιού, καθώς κουτσοπίνοντας στις ταβέρνες...τα κοπανούσε στους τουρκόφιλους και στους ντόπιους κοντζαμπασήδες...Κι΄έπειτα ο Αλής, η Γραβιά, τα Βρυσάκια κι΄ο άδικος χαμός του... Για ΄μας, παιδιά ανιστόρητα τότε, ΄21 κι΄ Επανάσταση ήταν μονάχα ο Αγγελής Γωβιός!..κι΄ένα σπαθί - κειμήλιο εποχής - κρεμασμένο μ΄αράχνες στα πατερόξυλα, ήταν που παίζοντας το κραδαίναμε... έτοιμοι λες να κινήσουμε, για πάνω την Αγια-Σοφιά και την Πόλη!.. Άλλες φορές, τα « παραμύθια » μιλούσαν για χρόνια παλιότερα... Για πύργους πάνω στα Καστριά, για σαβανωμένα στο λόγγο ντουβάρια βουβά, για θησαυρούς που φυλάγαν αράπηδες, για θησαυρούς που γινόντουσαν κάρβουνα...Κιούπια παλιά τομαροδεμένα, με φλουριά ή με στάχτη μέσα, κι΄η γουρούνα με τα εφτά χρυσά γουρουνόπουλα, που όποιος την έβρισκε, θα έκανε λέγαν την τύχη του...Τις πιο πολλές φορές τα μάτια μας βαρειοκλείνανε, αλλά τ΄αυτιά μας πριν κλείσουνε, τραβούσαν ακόμα τα παραμύθια, που μέσα στο μισοκοιμισμένο μυαλό μας γινόντουσαν...πιο παραμύθια!..
Μια φορά κι΄έναν καιρό...
...έτσι κινούσαν τ΄απροσδιόριστα παραμύθια, (
σαν « τω καιρώ εκείνω » του Ευαγγέλιου ), δίχως ρωτήματα τόπου και χρόνου, στην
αρχή γραμμικά – δίχως εξάρσεις – κι΄ύστερα βήμα το βήμα γίνονταν κυκλικά,
αποκτούσαν σαγήνη και ομορφιά...μ΄αυτά μεγαλώσαμε κι΄αποχτήσαμε αρετές, αυτά
οδηγήσαν τη γόνιμη παιδική φαντασία μας σε υψηλές κορυφές και ηθικές ανατάσεις...
Μακάριος όποιος - ολοζωής - τα βαστά ενσυνείδητα μέσα του, αφού η ίδια ζωή
είναι κι΄αυτή, με τις χαρές και τις λύπες της, το πιο γοητευτικό παραμύθι, ατομικό,
μοναδικό μας κι΄ ανεπανάληπτο!.. ( Κι΄εδώ, ας μην αφήνουμ΄ απαρατήρητες τις απόψεις
συγχρόνων σχολιαστών της σημερινής ηλεκτρονικής εποχής, για επιστροφή πίσω-ξανά...στα
ζωντανά παραμύθια των γιαγιάδων και των παππούδων της οικογένειας )... Μια φορά
κι΄έναν καιρό λοιπόν...κι΄ ήταν ένα τρανό μοναστήρι στα Καναλάκια που από μεγάλο
σεισμό το καταπλακώσαν οι Καναλιώτικοι Βράχοι, ΄κείνη την ώρα που ο παπάς
διάβαζε το Βαγγέλιο (11)... τ΄άγια φώτα που βγαίνανε στη γούρνα της Παναγίτσας,
οι οπτασίες της Πελαγίας...Κι΄η γριά Λένη η Μαναρίτσαινα - άγια γυναίκα - που
έπεφτε λέγαν « ξερή » για ώρες, για μέρες...και που στα χέρια της Παναγίας
ταξίδευε στους Άγιους Τόπους, στην Αγια-Σοφιά, στα βυθισμένα μοναστήρια της
Λίμνης...και σαν ξυπνούσε, εξιστορούσε πράγματα απ΄το παρελθόν κι΄ευαγγελίζονταν
προφητεύοντας άλλα πράγματα, για το
μέλλον!..
Κόκκινη κλωστή δεμένη...
...και τα παραμύθια σμίγανε και τυλίγονταν στην ανέμη με τους Μπελλαρέϊκους « Θρύλους »...Στα χίλια πεντακόσια εξήντα πάνω-κάτω και επί Σουλτάνου Σουλεϊμάν του « Μεγαλοπρεπή », ένα ιστιοφόρο τούρκικο αρμένιζε στα μέρη της Κασσάνδρας με προορισμό τα μέρη της Εγρίπου. Πώς καράντιασε ο καιρός, πώς βρέθηκε επιπλέουσα η Γλυκοφιλούσα Παναγιά, πώς ταξίδεψε το καράβι ως τα μέρη μας...Τί έγινε τρείς φορές στο Καντήλι, πώς ανέβηκε η Εικόνα πάνω στην Καστριώτικη Λίμνη, πώς τοποθετήθηκε στην παλιά μητρόπολη της Μητέρας της κάτω απ΄τις αιωνόβιες δρυς. Κι΄από ΄κει, πώς θαυματουργικά κατέβαινε στους παράλιους βράχους, πώς τοπογράφησε κι΄ οριοθέτησε τη θέση της ενάλιας Λίμνης...
Γραικός, Γενίτσαρος και Γενοβέζος...
...σαν παραμύθια ομίχλης θολά, κυλούσαν τα ΄ξιστορούμενα που ακούγαμε λόγια, για τα παλιότερα των πρόγονών μας χρόνια...για τους Σαρακηνούς εξωμότες-κουρσάρους που διαγουμίσαν την παράλια Λίμνη(12), κι΄όσους απόμειναν απ΄τη λαίλαπα ζωντανούς π΄ανηφορίσανε στο Καστρί... Κι΄ύστερα πάλι ο Ιππότης Λικάριο ( Καρυστινός και Λατίνος-Γενοβέζος αυτός ), που έφερε νέο αίμα στον τόπο, νησιώτικο, ναυτικό (13)...κι΄έπειτα ατελείωτες, πάλι και πάλι άλλες καταστροφές...η πάντα θλιβή θαρρείς του τόπου μας μοίρα!..
Παραμύθι : Η αλήθεια του όνειρου κι΄οι μεγάλες Γιορτές...
Εμείς τότε, ήμασταν σ΄εκείνη την ηλικία που δεν γνώριζε ιστορία, που άκουγε μόνο παραμύθια. Έτσι, το φανταστικό μας φαίνονταν αληθινό και το αληθινό έμοιαζε παραμύθι. Ιστορίες, μύθοι και παραδόσεις, έφτιαχναν μέσα μας ένα κόσμο αισθησιακό, από αγάπη, φόβο, θαυμασμό, χαρά και λύπη...Αυτή τη μυστική ικανότητα - την ακατανόητη ίσως για την κοινή λογική - την έχουν πάντα οι εύπλαστες παιδικές ψυχές κι΄οι αφηγήσεις οι ώριμες των γερόντων... Γιατί σε ό,τι αφομοιώνουν δίνουν μια άλλη διάσταση, εξωπραγματική, που το βασικότερο λόγο τον έχει η φαντασία... Τούτο το βάθος παίρνουν κι΄οι μέρες οι γιορτινές, οι τόσο δεμένες με ποιητικές παραδόσεις και λογής-λογής όμορφους θρύλους...Έτσι, οι απλοϊκές εκείνες γιαγιάδες μπορούσαν να ΄δουν τα μεσάνυχτα Χριστουγέννων στον κατάστερο ουρανό, τ΄ολόλαμπρο Άστρο της Βηθλεέμ και θολά στον ορίζοντα τις φιγούρες των Μάγων... Ίδια, σαν όπως τσοπαναραίοι Σαρακατσάνοι αυτοί, ακούν΄« αγραυλούντες » την « άγια τη νύχτα » στην παγωνιά των δασών το κλάμα του νεογέννητου Βρέφους!. Γιατί το αληθινό, μοναχά με τα μάτια της ψυχής μπορεί να το ΄δεις, άλλος τρόπος κανείς δεν υπάρχει...Κι΄ο ανθρώπινος βίος, μέσ΄απ΄τη λαϊκή του διαδρομή και μεσ΄απ΄τη φαντασία του την πληθωρική, παίρνει μια άλλη - πάρα πέρα διάσταση... Σαν όπως οι ακατανόητες εκείνες διαστάσεις του χωρο-χρόνου... που όταν ρωτήθηκε ο μεγάλος Αϊνστάϊν για το δυσκολονόητο της αντίληψής τους απ΄τα παιδιά... είπε εμφατικά : « Πέστε τους παραμύθια!..».
Οι γριούλες που μαγεύουν...και οι ποντικοί χορεύουν!..
Κάποτε, μια γριούλα αιωνόβια, κατάκοιτη, μισαπολιθωμένη, άκουσα που ΄λεγε μαγικά και φρικτά, πως...« εκείνα τα χρόνια τα πολύ παλιά, τούτο τον τόπο τον είχαν φάει τα ποντίκια!..» (14). Να το ΄χε ακούσει άραγε η γιαγιά εκείνη ( αγράμματη η ίδια ) από κανένα γραμματιζούμενο της εποχής της, ( πράγμα αμφίβολο ), ή...μήπως έκρυβε μέσα της κάποια παράδοση 2.500 χρόνων!..( πράγμα απίστευτο – όμως παράδοξα, πιθανό!..).
Ήταν φορές, που η κουβέντα γλυστρούσε όλο και πιο παλιά. Τόσο παλιά που χάνονταν στην ομίχλη. Λόγια μισοκομμένα, μισοφάνερα, σπαραγματικά και θαμπά!..Ο Δίας κι΄η Ήρα, Απόλλωνες και Ποσειδώνες, ναοί και μαντεία, σπασμένα αγάλματα... Παρασημαντική μου φαίνονταν η παλιά κουβέντα καθώς έβγαινε αδύναμη και βραχνή από τα ζαρωμένα γεροντίστικα χείλη - αχός μακρινός περασμένων αιώνων... « Έχουν να ΄πούνε, ότι εκείνα τα χρόνια, τα πολύ παλιά, ήτανε το ΕΛΥΜΝΙΟΝ!..»(15). Αυτό ήταν!..Το ΕΛΥΜΝΙΟΝ!..Αυτή η λέξη καρφώθηκε μέσα μου, κι΄έκρυβε για μένα θαρρείς, ό,τι μαγικό, μυστηριακό, ακαθόριστο μπορούσα να νοιώσω ακούσια...Κι΄ένα σπρώξιμο για « κάτι » που όμως ήταν θολό κι΄αξεδιάλυτο...Από τότε, κόλλησα σαν όστρακο πάνω στις αρχαίες « Ελύμνιαις Πέτραις » του Σοφοκλή(16)...Και να δεις...πως τ΄όνομα τούτο ολοζωής - ίδια σαν όστρακο - κόλλησε πάνω μου!..
Και ζήσανε αυτοί καλά - κι΄ εμείς ακόμη καλύτερα...
...γιατί έτσι το θέλαν τα παραμύθια!..Όμως τα χρόνια περάσαν...Οι παλιοί κι΄οι γερόντοι « μας άφησαν χρόνους »... Τα κουκουβισμένα παιδιά μεγάλωσαν, κι΄ αν ξεθωριάσανε τα παλιά παραμύθια - όχι δεν χάθηκαν - γιατί ασυνείδητα περάσαν και τούτα στα μυστικά μας αρχεία... Μας περίμενε τώρα αγώνας, δουλειά και ζωή...μέχρι « να τελέψει ( ποιός ξέρει το πότε; ) ο κύκλος του καθενός »... Αλλά τι κι΄αν νεράκι κυλήσαν τα χρόνια!..Για μένα ένας απόηχος μακρινός, μυθικός, παιδικός και επίμονος - σχεδόν ασταμάτητα - ηχούσε στ΄αυτιά μου...« Έχουν να πούνε, ότι εκείνα τα χρόνια, τα πολύ παλιά, ήτανε το ΕΛΥΜΝΙΟΝ!..». Όχι. Αυτό δεν είναι ενδιαφέρον. Δεν λέγεται αγάπη. Ήτανε έρωτας...Έγινε πάθος!!.
« Τέλος του παραμυθιού » - Κ α λ ά Χ ρ ι σ τ ο ύ γ ε ν ν α
Παραπομπές
Το σκίτσο : Τα Καστριά της μεσαιωνικής Λίμνης, σε διασκευασμένη μεταφορά του Δ.Α.- «Ελύμνιου», από τον χαλκογραφικό χάρτη της Εύβοιας του G.F. Camocio - 1571.
(1)-Η Κονδύλω Αντωνίου-Ρωτούς, απόγονος της οικογένειας Βώκου-Μιαούλη. (2)-Ο ναυτικός Σταμούλης Αποστόλου, απόγονος του Ηπειρώτη Στρατηγού της Επανάστασης Γ.Τσόγκα. Ο επαγγελματίας Σταμούλης Ρωτούς, απόγονος των Ρωταίων, Προεστών προ-Οθωνικής περιόδου. (3)-Η Αικατερίνη Παπαντωνίου-Ρωτούς. Η Ανθούλα Γαρυφάλλου-Αποστόλου. (4)-Ο φονευθείς του εμφύλιου Γιώργος Βλαχούτσικος «Ευβοιώτης» - υπαρχηγός του Ευβοϊκού ΔΣΕ. Διαπομπεύτηκε «σταυρωμένος» γύρω απ΄τη Λίμνη. Ο φονευθείς του εμφύλιου Θύμιος Καψής «Ανάποδος» - αρχηγός του Ευβοϊκού ΔΣΕ. Διαπομπεύτηκε κρεμασμένος σε ικρίωμα (σκάλα), σε Ψαχνά και Χαλκίδα. (5) Ο σιδηρουργός Τάσος Ρωτούς, ήταν δεινός παραμυθαντζής . Για τούτο το λόγο, για ΄μας τα παιδιά ήταν κι΄ ο αγαπητότερος όλων των θείων. (6)-Στους Κουρκουλούς « βρυκολάκιασαν » τον έρημο τον Κοψίδα, κάπου στα 1870, ενώ μακάβριες νεκροφάνειες αναφέρονταν στο νεκροταφείο της Λίμνης...(7)-Ο αη-Γιώργης ο « Τσελεπής ». Βλέπε – facebook elymnios, όπου το σχετικό δημοσίευμα του αη-Γιώργη. (8)-Πρώτη δημοσίευση, « Παρέμβαση » Μάϊος 1990. (9)-Μεμονωμένοι ληστές ή συμμορίες που δρούσαν στη βορ.κεντρ.Εύβοια, αλλά και σε Στερεά και Μαγνησία. (10)-Το σαράϊ του Αγά αποτύπωσε ο Βρετανός ζωγράφος Γουϊλλιαμ Τζελλ στα 1805. Βλέπε δημοσίευσή μου σε facebook - Κοινότητα Λίμνης - 25 Ιουλίου 2023. (11)-Βλέπε facebook elymnios - H « Παναγίτσα των Καναλίων » - 19 Σεπτ. 2023. (12)-Η πιθανότερη εκδοχή για το κούρσεμα του βυζαντινού Ελυμνίου κατά τους χρόνους του Λέοντος ΣΤ’ Σοφού, διαφαίνεται ως εκείνη του Λέοντος Τριπολίτου, ο οποίος ήταν μουσουλμάνος-έλληνας εξωμότης. (13)- Εποικισμοί Λικαρίου στην Εύβοια – Μπελλάρας « Το Ελύμνιον », περί Λυκαρίου. (14)-Σοφία Μανώλη-Τσέκου. Την προφορική πληροφορία της γιαγιάς, καταγράφει ο Ηρακλείδης ο Ποντικός (4ος αι.π.Χ.) αναφερόμενος περί Κλεωνών και Ελυμνίου «... ως μεν μυθολογούσιν υπό μυών...».(15)-Μαριγώ Μανώλη-Γαρυφάλλου-93 ετών. (16)- «...μέμνηται δε και Σοφοκλής προς πέτραις Ελυμνίαις...». Σχολ. Καλλίστρατου - εις Αριστοφάνους «Ειρήνη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια οσο το δυνατόν φιλτράρονται ως προς το ύφος και το ήθος τους.
Kάθε υβριστικό ,προσβλητικό ή άσχετο με το θέμα της ανάρτησης σχόλιο θα διαγράφεται .
Εγκρίνονται μόνο τα μηνύματα στα οποία εκφράζονται υγιείς απόψεις.
Ο κάθε σχολιαστής υπογράφει ηλεκτρονικά το σχόλιο του και είναι υπεύθυνος έναντι των νόμων.
Το ΜΑΝΤΟΥΔΙ NEWS δεν ενστερνίζεται και δεν φέρει καμία ευθύνη για όσα γράφουν οι αναγνώστες στα σχόλια τους.